- περιπλευριτικός
- -ή, -όν, Α 1. αυτός που προσβάλλει την πλευρά («περιπλευριτικὰ νοσήματα» — η πλευρίτιδα, Ιπποκρ.)2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αντί-πλευρος].
Dictionary of Greek. 2013.